πολεμικός

πολεμικός
πολεμ-ικός, ή, όν,
A of or for war,

οἱ π. κίνδυνοι Th.2.43

; ἀγῶνες π., opp. εἰρηνικοί, Pl.Lg.729d; βίος ib.829a; πλοῖα, ὅπλα, ib.706b,944e;

χαλκῆν ἀσπίδα -ωτάτην εἶναι

most fit for service,

X.Lac.11.3

;

χρεία OGI54.13

(Egypt, iii B.C.);

τέχνη καὶ ἐπιστήμη π. Pl.R.522c

, cf. Lg. 639b; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of war, Id.Sph.222c, etc.; τὰ -κά warlike exercises, τὰ π ἄλκιμος (v.l. πολέμια) Hdt.3.4;

τὰ π. ἀσκεῖν X.HG 3.4.18

, Cyr.1.5.9;

αἱ τῶν π. μελέται Th.2.39

, cf. 89 (v.l.).
2 τὸ -κόν signal for battle (παιὼν π. in Pl.Ep.348b), ἐπειδὰν ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ

τὸ π. X.An.4.3.29

, cf. Aen. Tact.4.3; ἀνέκραγε πολεμικόν gave a war-shout, X.An.7.3.33; also of an air on the flute, Tryphoap.Ath.14.618c.
b fighting part of the people, opp. civilians, Arist.Pol.1291a26, 1329a2.
II of persons, skilled in war, warlike, Th.1.84, Pl.R. 522e, Lg.643c, etc.: distd. from φιλοπόλεμος, X.An.2.6.1; also

ἵπποι π. Id.Cyr.7.5.62

;

τὸ π.

warlike spirit,

Phld.Mus.p.27

K.
III like an enemy, hostile, X.Vect.4.44; stirring up hostility, opp.

φιλικός, πολεμικὸν ἔρις καὶ ὀργή Id.Mem.2.6.21

: metaph.,

ἀντίθεσις π. καὶ ἀσύμβατος Plu.2.946e

. Adv. -κῶς, ἔχειν, opp. εἰρηνικῶς, Isoc.5.46;

π. διακεῖσθαι Id.6.39

: [comp] Sup.

-ώτατα, ἔχειν πρός τινα X.An.6.1.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολεμικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει ή ασχολείται με τον πόλεμο: Πολεμικός ανταποκριτής – Πολεμικός στόλος κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… …   Dictionary of Greek

  • πολεμικά — πολεμικός of neut nom/voc/acc pl πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc/acc dual πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτερον — πολεμικός of adverbial comp πολεμικός of masc acc comp sg πολεμικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικωτάτω — πολεμικός of masc/neut nom/voc/acc superl dual πολεμικός of masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικωτάτων — πολεμικός of fem gen superl pl πολεμικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικῶν — πολεμικός of fem gen pl πολεμικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικόν — πολεμικός of masc acc sg πολεμικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτατα — πολεμικός of adverbial superl πολεμικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτατον — πολεμικός of masc acc superl sg πολεμικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”